σλέπι

σλέπι
και σλεπ και σελέπ, το, Ν
φορτηγό ποταμόπλοιο ρουμανικής προέλευσης, χωρίς τρόπιδα και με αβαθή και πλατιά ύφαλα, που κινείται είτε με δικό του κινητήρα είτε ρυμουλκούμενο και χρησιμοποιείται κυρίως στον Δούναβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. slep < γερμ. Schlepper «ρυμουλκό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σλέπι — το (λ. ρουμ.), φορτηγό ποταμόπλοιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”